Τι ισχύει για τις συλλογικές αγωγές ενάντι επιχειρήσεων σε θέματα ανταγωνισμού
Τις βασικές αρχές για τη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που θα ισχύσει σε κάθε κράτος-μέλος ως προς το θέμα των συλλογικών αγωγών φυσικών ή νομικών προσώπων έναντι των επιχειρήσεων για θέματα παραβίασης του ανταγωνισμού καθορίζει με σύστασή της προς τα μέλη της Ε.Ε. η Κομισιόν
Με δεδομένο ότι οι υφιστάμενες διαδικασίες συλλογικής προσφυγής διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο η σύσταση της Επιτροπής προτείνει ένα σύνολο αρχών σχετικά με τη δικαστική και την εξώδικη συλλογική προστασία που θα πρέπει να είναι κοινές για όλα τα κράτη-μέλη της Ενωσης με παράλληλο σεβασμό των διαφόρων νομικών παραδόσεων των κρατών-μελών.
Αυτές οι αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των μερών και να αποτρέπουν τυχόν καταχρήσεις με την παροχή κατάλληλων εγγυήσεων.
Από τη στιγμή που το νέο πλαίσιο εφαρμοστεί στα κράτη-μέλη η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή της σύστασης βάσει της πρακτικής εμπειρίας που θα αποκτηθεί το αργότερο μέχρι τις 26 Ιουλίου 2017 δηλαδή δύο έτη μετά τη δεσμευτική εφαρμογή η οποία ορίζεται τον Ιούλιο του 2015.
Στο πλαίσιο αυτό (η Επιτροπή) θα πρέπει ιδιαίτερα να αξιολογήσει την επίπτωσή της όσον αφορά στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη το δικαίωμα αποζημίωσης την ανάγκη αποτροπής της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη καθώς και τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Από την αξιολόγηση αυτή θα καθοριστεί το κατά πόσον ενδείκνυται να προτείνει περαιτέρω μέτρα για να παγιώσει και να ενισχύσει την οριζόντια προσέγγιση που υιοθετείται στη σύσταση.
Οπως συστήνει η Επιτροπή οι μηχανισμοί συλλογικής ένδικης προστασίας θα πρέπει να τηρούν τις συνήθεις δικονομικές εγγυήσεις και ειδικότερα τις εγγυήσεις που παρέχονται στους διαδίκους κατά τις πολιτικές αγωγές.
Για να αποφευχθεί η ανάπτυξη νοοτροπίας καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις ομαδικής ζημίας οι εθνικοί μηχανισμοί συλλογικής ένδικης προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις βασικές διασφαλίσεις που ορίζονται στην παρούσα σύσταση.
Στο πλαίσιο αυτό κατά γενικό κανόνα θα πρέπει να αποφεύγονται στοιχεία όπως η κυρωτική αποζημίωση οι παρεμβατικές προδικαστικές αποδεικτικές διαδικασίες («pre-trial discovery») και αποφάσεις ενόρκων περί αποζημίωσης («jury awards») οι οποίες είναι στην πλειοψηφία τους ξένες προς τις νομικές παραδόσεις των περισσοτέρων κρατών μελών.
Παράλειψη και αποζημίωση
Βάσει της σύστασης τα κράτη-μέλη οφείλουν να διορίσουν αντιπροσωπευτικές οντότητες ικανές να υποβάλουν αντιπροσωπευτικές αγωγές βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων επιλεξιμότητας.
Αυτές οι προϋποθέσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) η οντότητα θα πρέπει να έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα
β) θα πρέπει να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των κύριων στόχων της οντότητας και των αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων των οποίων η παραβίαση προβάλλεται στο πλαίσιο της αγωγής που ασκείται και
γ) η οντότητα θα πρέπει να έχει επαρκή ικανότητα από την άποψη οικονομικών πόρων ανθρωπίνων πόρων και νομικής εμπειρογνωμοσύνης για την εκπροσώπηση περισσοτέρων εναγόντων κατά τον πλέον ενδεδειγμένο για τα συμφέροντά τους τρόπο.
Ωστόσο θα πρέπει να φροντίζουν ώστε η διορισμένη οντότητα να απωλαίνει το δικαίωμά της σε περίπτωση που δεν πληροί πλέον μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι αντιπροσωπευτικές αγωγές να μπορούν να ασκούνται μόνο από οντότητες που έχουν επίσημα διοριστεί εκ των προτέρων ως αντιπροσωπευτικές οντότητες ή από εγκεκριμένες οντότητες σε ad hoc βάση από τις εθνικές αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια ενός κράτους-μέλους για συγκεκριμένη αντιπροσωπευτική αγωγή.
Επιπλέον ή εναλλακτικά τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εξουσιοδοτήσουν δημόσιες αρχές να υποβάλουν αντιπροσωπευτικές αγωγές.
Παραδεκτό
Παράλληλα το κάθε κράτος πρέπει να προβλέπει ότι επαληθεύεται σε ένα κατά το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας ότι έκδηλα αβάσιμες υποθέσεις ή υποθέσεις στις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συλλογικής αγωγής απορρίπτονται.
Για το σκοπό αυτό τα δικαστήρια πρέπει να προβαίνουν στους απαραίτητους ελέγχους αυτεπαγγέλτως.
Πληροφόρηση
Οι εθνικές Αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην αντιπροσωπευτική οντότητα ή στην ομάδα εναγόντων να διαδίδουν πληροφορίες για προβαλλόμενη παραβίαση των αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων και για την πρόθεσή τους να ασκήσουν αγωγή παράλειψης καθώς και για κατάσταση ομαδικής ζημίας και για την πρόθεσή τους να ασκήσουν αγωγή αποζημίωσης υπό τη μορφή συλλογικής ένδικης προστασίας.
Οι ίδιες δυνατότητες για την αντιπροσωπευτική οντότητα την ad hoc εγκεκριμένη οντότητα τη δημόσια αρχή ή την ομάδα εναγόντων θα πρέπει να εξασφαλίζονται όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με τρέχουσες αγωγές αποζημίωσης.
Οι μέθοδοι διάδοσης των πληροφοριών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες τηςσυγκεκριμένης κατάστασης ομαδικής ζημίας την ελευθερία έκφρασης το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση το δικαίωμα προστασίας της φήμης ή της επιχειρηματικής αξίας του εναγομένου πριν να θεμελιωθεί η ευθύνη του για προβαλλόμενη παραβίαση ή ζημία με οριστική δικαστική απόφαση.
Οι μέθοδοι διάδοσης των πληροφοριών εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ενωσης για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς.
Δικαστικά έξοδα
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε ο ηττηθείς διάδικος σε συλλογική αγωγή να αποδίδει τα δικαστικά έξοδα που καταβλήθηκαν από τον νικήσαντα διάδικο (αρχή σύμφωνα με την οποία ο ηττηθείς πληρώνει) με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία.
Χρηματοδότηση
Από την άλλη πλευρά ο ενάγων θα πρέπει να κληθεί να προσδιορίσει στο επιλαμβανόμενο δικαστήριο από την έναρξη της διαδικασίας την προέλευση των πόρων που προτίθεται να χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει τη δικαστική αγωγή.
Το επιλαμβανόμενο δικαστήριο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας αν σε περίπτωση χρήσης οικονομικών πόρων παρεχόμενων από τρίτο υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος μεταξύ του τρίτου και της ενάγουσας ομάδας και των μελών της ο τρίτος δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για να ικανοποιήσει τις οικονομικές δεσμεύσεις του έναντι του ενάγοντος που κινεί τη διαδικασία συλλογικής ένδικης προστασίας και ο ενάγων δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τα έξοδα του αντιδίκου σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας συλλογικής αγωγής.
Για τη διασφάλιση του αδιαβλήτου τα κράτη-μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε όταν η χρηματοδότηση συλλογικής αγωγής προέρχεται από ιδιώτη τρίτο να απαγορεύεται στον ιδιώτη τρίτο να επιδιώκει να ασκήσει επίδραση στις διαδικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται από τον ενάγοντα συμπεριλαμβανομένων των διακανονισμών να χρηματοδοτεί συλλογική αγωγή κατά εναγομένου ο οποίος είναι ανταγωνιστής του χρηματοδότη ή κατά εναγομένου από τον οποίο εξαρτάται ο χρηματοδότης ή να επιβάλλει υπερβολικούς τόκους για τους χορηγούμενους πόρους.
Διασυνοριακές διαφορές
Οι εθνικές Αρχές θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όταν η διαφορά αφορά φυσικά ή νομικά πρόσωπα από διάφορα κράτη-μέλη οι εθνικοί κανόνες που αφορούν το παραδεκτό ή τη νομιμοποίηση των αλλοδαπών ομάδων εναγόντων ή των αντιπροσωπευτικών οντοτήτων που υπάγονται σε άλλα εθνικά νομικά συστήματα να μην εμποδίζουν την άσκηση ενιαίας συλλογικής αγωγής σε ένα και το αυτό δικαστήριο.
Στο πλαίσιο αυτό η κάθε αντιπροσωπευτική οντότητα στην οποία ένα κράτος-μέλος έχει εκ των προτέρων επίσημα αναγνωρίσει το δικαίωμα άσκησης αντιπροσωπευτικής αγωγής θα πρέπει να μπορεί να προσφεύγει στο εθνικό δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σε κατάσταση ομαδικής ζημίας.
Συνοπτικές διαδικασίες
Τα δικαστήρια και οι αρμόδιες δημόσιες Αρχές οφείλουν να εξετάζουν τις αγωγές παράλειψης στόχος των οποίων είναι η παύση ή η απαγόρευση παραβίασης των αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων με τη δέουσα ταχύτητα ενδεχομένως με συνοπτική διαδικασία για να αποτρέψουν ζημία ή περαιτέρω ζημία λόγω αυτής της παραβίασης.
Την ίδια στιγμή τα κράτη-μέλη οφείλουν να θεσπίζουν κατάλληλες κυρώσεις κατά του ηττηθέντος διαδίκου με σκοπό να εξασφαλίσουν την πραγματική συμμόρφωση με τη διαταγή παράλειψης συμπεριλαμβανομένης της καταβολής συγκεκριμένου ποσού ανά ημέρα καθυστέρησης ή κάθε άλλου ποσού προβλεπόμενου από την εθνική νομοθεσία.
Αμοιβές δικηγόρων
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι αμοιβές των δικηγόρων και ο τρόπος υπολογισμού τους να μη δημιουργούν κίνητρα προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων η οποία από την άποψη των συμφερόντων των μερών είναι περιττή.
Παράλληλα δεν θα πρέπει να επιτρέπουν τις αμοιβές ανάλογα με την έκβαση της δίκης (εργολαβία δίκης) οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να δημιουργήσουν τέτοιου είδους κίνητρα.
Οταν κατ’ εξαίρεση επιτρέπουν τέτοιου είδους αμοιβές θα πρέπει να προβλέψουν την κατάλληλη εθνική ρύθμιση αυτών των αμοιβών στις περιπτώσεις συλλογικής ένδικης προστασίας λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης των μελών της ενάγουσας ομάδας.
Η αποζημίωση που χορηγείται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ζημιωθεί στο πλαίσιο κατάστασης ομαδικής ζημίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την αποζημίωση που θα είχε χορηγηθεί αν η αξίωση είχε εγερθεί με ατομικές αγωγές.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να απαγορεύεται η κυρωτική αποζημίωση που οδηγεί σε υπέρμετρη αποζημίωση υπέρ του ενάγοντος για τη ζημία την οποία υπέστη.
Στο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι πέραν της τήρησης των γενικών αρχών χρηματοδότησης στις περιπτώσεις χρηματοδότησης συλλογικής αγωγής αποζημίωσης από ιδιώτη τρίτο απαγορεύεται να υπολογίζεται η αμοιβή την οποία εισπράττει ο χρηματοδότης ή οι απαιτούμενοι από αυτόν τόκοι με βάση το ποσό του επιτευχθέντος διακανονισμού ή της χορηγηθείσας αποζημίωσης εκτός εάν ο χρηματοδοτικός διακανονισμός ελέγχεται από δημόσια Αρχή για να κατοχυρωθούν τα συμφέροντα των μερών.
Παρομοίως πρέπει να εξασφαλίζεται ότι σε τομείς του δικαίου στους οποίους μια δημόσια Αρχή είναι εξουσιοδοτημένη να εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παράβασης του ενωσιακού δικαίου οι συλλογικές αγωγές θα πρέπει κατά γενικό κανόνα να υποβάλλονται αφού η δημόσια αρχή έχει οριστικά περατώσει τυχόν διαδικασία την οποία κίνησε πριν από την έναρξη της ιδιωτικής αγωγής.
Εάν η διαδικασία της δημόσιας Αρχής κινηθεί μετά τη έναρξη συλλογικής αγωγής το δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να εκδίδει απόφαση που ενδέχεται να συγκρούεται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η δημόσια Αρχή.
Προς τούτο το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη συλλογική αγωγή μέχρι να περατωθεί η διαδικασία της δημόσιας Αρχής.
Τέλος τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι στην περίπτωση παρεπόμενων αγωγών τα πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι έχουν ζημιωθεί δεν κωλύονται να επιδιώξουν αποζημίωση λόγω παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας πριν από την οριστική ολοκλήρωση της διαδικασίας της δημόσιας Αρχής.
Ρητή συναίνεση («opt-in»)
Η ιδιότητα του ενάγοντος θα πρέπει να αποκτάται βάσει ρητής συναίνεσης των φυσικών ή νομικών προσώπων που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία [αρχή της ρητής συναίνεσης («opt-in»)].
Οποιαδήποτε εξαίρεση αυτής της αρχής υπαγορευόμενη από το νόμο ή από το δικαστήριο θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Ενα μέλος της ενάγουσας ομάδας θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εγκαταλείπει τη διαδικασία οποτεδήποτε πριν από την έκδοση τελικής απόφασης ή από την επίλυση της διαφοράς με οποιονδήποτε άλλον τρόπο υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την παραίτηση από ατομικές αγωγές χωρίς να του αφαιρείται η δυνατότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του υπό κάποια άλλη μορφή εφόσον αυτό δεν θίγει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Φυσικά και νομικά πρόσωπα
Παράλληλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία στο πλαίσιο της ίδιας κατάστασης ομαδικής ζημίας θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν ως ενάγοντες οποτεδήποτε πριν από την έκδοση της απόφασης ή από την επίλυση της διαφοράς με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εφόσον αυτό δεν θίγει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Τέλος ο εναγόμενος θα πρέπει να πληροφορείται τη σύνθεση της ενάγουσας ομάδας και οποιαδήποτε αλλαγή επέρχεται στη σύνθεση αυτή.
Εναλλακτική επίλυση διαφορών
Παρά τη διαμόρφωση του δικονομικού πλαισίου τα κράτη-μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι αντίδικοι σε κατάσταση ομαδικής ζημίας να ενθαρρύνονται να ρυθμίσουν το επίμαχο ζήτημα της αποζημίωσης συναινετικά ή εξώδικα τόσο κατά το προδικαστικό στάδιο όσο και κατά τη διάρκεια της πολιτικής δίκης λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Θα πρέπει να φροντίζουν ώστε οι δικαστικοί μηχανισμοί συλλογικής προστασίας να συνοδεύονται από κατάλληλα μέσα εναλλακτικής συλλογικής επίλυσης των διαφορών τα οποία διατίθενται στη διάθεση των διαδίκων πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης.
Η χρήση αυτών των μέσων θα πρέπει να εξαρτάται από τη συναίνεση των συμμετεχόντων στην υπόθεση.
Κάθε προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων θα πρέπει να αναστέλλεται κατά το διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή κατά την οποία οι διάδικοι αποφασίζουν να επιχειρήσουν την επίλυση της διαφοράς με εναλλακτική διαδικασία επίλυσης διαφορών έως τουλάχιστον τη στιγμή κατά την οποία ένας εκ των αντιδίκων ή αμφότεροι παραιτούνται ρητώς από την εν λόγω εναλλακτική διαδικασία επίλυσης της διαφοράς.
Η νομιμότητα του δεσμευτικού αποτελέσματος μιας συλλογικής εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς θα πρέπει να ελέγχεται από τα δικαστήρια λαμβάνοντας υπόψη τη δέουσα προστασία των συμφερόντων και δικαιωμάτων όλων των συμμετεχόντων
Ορισμοί
α) «Συλλογική ένδικη προστασία».
i) Ο νομικός μηχανισμός που κατοχυρώνει τη δυνατότητα δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντότητας εξουσιοδοτημένης να ασκήσει αντιπροσωπευτική αγωγή να ζητούν συλλογικά την παύση παράνομης συμπεριφοράς (συλλογική αγωγή παράλειψης).
ii) Ο νομικός μηχανισμός που κατοχυρώνει τη δυνατότητα δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία ισχυρίζονται ότι έχουν ζημιωθεί λόγω ομαδικής ζημίας ή οντότητας εξουσιοδοτημένης να ασκήσει αντιπροσωπευτική αγωγή να διεκδικούν συλλογικά αποζημίωση (συλλογική αγωγή αποζημίωσης).
β) «Κατάσταση ομαδικής ζημίας».
Η κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω της ίδιας ή παρόμοιας παράνομης δραστηριότητας ενός ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων
γ) «Αγωγή αποζημίωσης».
Η αγωγή με την οποία εγείρεται αξίωση αποζημίωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.
δ) «Αντιπροσωπευτική αγωγή».
Η αγωγή η οποία ασκείται από αντιπροσωπευτική οντότητα από ad hoc εγκεκριμένη οντότητα ή από δημόσια αρχή για λογαριασμό και εξ ονόματος δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων που ισχυρίζονται ότι εκτίθενται στον κίνδυνο να υποστούν ζημία ή ότι έχουν υποστεί ζημία στο πλαίσιο ομαδικής ζημίας ενώ τα εν λόγω πρόσωπα δεν είναι διάδικοι.
ε) «Συλλογική παρεπόμενη αγωγή».
Η συλλογική αγωγή που ασκείται αφού μια δημόσια Αρχή έχει εκδώσει τελική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι υπάρχει παράβαση του ενωσιακού δικαίου.
ΠΗΓΗ:ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ30/08/2013