«Υβριδικό» μοντέλο 6+1 σημείων για ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας
Task Force: Πανεπιστημιακή έρευνα προτείνει τη δημιουργία μόνιμου γραμματέα Γεωργίας, μεταφορά κονδυλίων της ΚΑΠ, ανά περίπτωση και μέσω συνεταιρισμών λύση για τα δάνεια της ΑΤΕ, ενίσχυση συνεταιριστικών τραπεζών
Ενα υβριδικό μοντέλο το οποίο να στοχεύει στην ανάπτυξη μιας άρτια δομημένης και βιώσιμης αξιακής αλυσίδας και να παρέχει υποστήριξη προσφέροντας ευκαιρίες σε όλες τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, μικρές και μεγάλες, για μεγέθυνση και δημιουργία προστιθέμενης αξίας στο σύστημα, καθώς και εισόδημα για τον ιδιοκτήτη και την τοπική οικονομία, προτείνει η έκθεση με τίτλο «Στήριξη Νέων Ευκαιριών για τη Γεωργία στην Ελλάδα» που εκπονήθηκε από το Οικονομικό Τμήμα του Swedish Universtity of Agricultural Sciences για λογαριασμό της Task Force.
Κύρια πρόταση της έκθεσης -που παρουσιάζει αποκλειστικά σήμερα η «Ν»- είναι να υπάρξει μια πυραμιδική οργάνωση, το Ελληνικό Διεπαγγελματικό Συμβούλιο Γεωργίας & Τροφίμων (ΕΔΕΣΓΤ) το οποίο θα λειτουργεί με γνώμονα τα συμφέροντα όλων των εταίρων της αγροδιατροφικής αλυσίδας, εντός και εκτός συνόρων, θα τους διασυνδέει με τη γνώση και την τεχνολογία, καθώς και με άλλους όμορους και μη κλάδους και θα φέρει ενεργό ρόλο σε οποιοδήποτε πολιτικό σχεδιασμό αφορά εφεξής τον πρωτογενή κλάδο.
Επίσης, μεταξύ των βασικότερων εισηγήσεων της μελέτης -η οποία έχει ήδη κατατεθεί στην Ομάδα Δράσης- για την παροχή τεχνικής βοήθειας προς τις ελληνικές αρχές στον πρωτογενή τομέα είναι:
* H δημιουργία του Μόνιμου Γραμματέα Γεωργίας στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τα Τρόφιμα, τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη.
* Η μεταφορά κονδυλίων της ΚΑΠ από τις άμεσες ενισχύσεις στον δεύτερο πυλώνα.
* Η ανά περίπτωση και μέσω συνεταιρισμών λύση για τα κόκκινα δάνεια της ΑΤΕ.
* Η ενίσχυση συνεταιριστικών τραπεζών για την εξασφάλιση πιστώσεων.
* Το θεσμικό πλαίσιο και η ολοκληρωμένη οργάνωση σε όλες τις βαθμίδες της αγροδιατροφικής αλυσίδας για τον υγιή ανταγωνισμό και ίσες ευκαιρίες αγοράς.
* Η εστίαση και επένδυση στην καινοτομία και την έρευνα.
Οπως αναφέρει στη «Ν» ο συντάκτης της μελέτης, καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Swedish Universtity of Agricultural Sciences, Κώστας Καραντινινής, «ο κλάδος της ελληνικής γεωργίας έχει επιδείξει αντοχή έναντι του υφεσιακού κύκλου.
Παρότι η συνολική αξία των αγροτικών προϊόντων εν γένει βαίνει μειούμενη, ο τομέας έχει παραμείνει σχετικά σταθερός εν μέσω των σοβαρών κραδασμών που επέφερε η κρίση. Το 2013, το μερίδιο της γεωργίας στο ελληνικό ΑΕΠ ήταν 5,2%, αυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα από το 4,1% του 2009, ενώ το συνολικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε την ίδια περίοδο κατά περισσότερο από 20%.
Πρόκειται για ένα πολύ θετικό χαρακτηριστικό του ελληνικού γεωργικού τομέα εν συνόλω και πρέπει να εξετασθεί και να αξιοποιηθεί». Σε αυτό το πλαίσιο, ο ίδιος τονίζει ότι τα κυριότερα εμπόδια για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας είναι: οι θεσμικοί περιορισμοί, η πολιτική αναποτελεσματικότητα και το χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο.
«Ο τομέας των ελληνικών γεωργικών προϊόντων διατροφής χρειάζεται θεσμικές καινοτομίες και αναδιάρθρωση προκειμένου να απελευθερώσει πλήρως το δυναμικό του. Η εμπορευματοποίηση της παραγωγής ειδών διατροφής σε μεγάλη κλίμακα, με στόχο μόνον το χαμηλό κόστος και τη χαμηλή τιμή, δεν είναι η μόνη κατάλληλη στρατηγική για την εγχώρια γεωργία».
Αντίθετα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η νέα στρατηγική θα πρέπει να εστιάζει στη διαφοροποίηση των προϊόντων και τις συνέργειες με άλλους κλάδους, όπως με τον τουρισμό, και να είναι στοχευμένη προς την «οικονομία της εμπειρίας», αλλά και να προβλέπει εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα και των συμμετεχόντων σε αυτόν προκειμένου να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης και κόστους που τους αναλογεί για τα ελληνικά προϊόντα αγροδιατροφής. Ενας σημαντικός παράγοντας που υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στην έκθεση είναι ότι τα μεγαλύτερα οφέλη στις οικονομίες κλίμακας δεν επιτυγχάνονται κατ’ ανάγκη στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά κυρίως στους τομείς που προηγούνται ή έπονται της γεωργικής παραγωγής.
«Αν η αξιακή αλυσίδα είναι ολοκληρωμένη και σωστά συντονισμένη και τα οφέλη της κλίμακας κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλους του κρίκους της παραγωγικής διαδικασίας, τότε ακόμα και ένα μέρος από τις πολυάριθμες μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις που χαρακτηρίζουν την εγχώρια γεωργία θα μπορέσουν όχι μόνο να επιβιώνουν και να αναπτυχθούν, αλλά και να συμβάλουν σημαντικά στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων», καταλήγει.
Αλλαγές στο ΥπΑΑΤ
Αρχίζοντας από τα θεσμικά, ιδιαίτερα υψηλά στην κατάταξη των εισηγήσεων της μελέτης βρίσκεται η αντιμετώπιση του φαινομένου της «έλλειψης επαγγελματισμού» που χαρακτηρίζει την πολιτική και διοικητική δομή του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Προκειμένου να αλλάξει αυτή η εικόνα προτείνεται πρώτον η συμμετοχή του Εθνικού Διεπαγγελματικού Συμβουλίου Γεωργίας και Τροφίμων (ΕΔΕΣΓΤ) στη διαβούλευση και συναπόφαση σε ορισμένα ζητήματα μαζί με το ΥπΑΑΤ και δεύτερον η δημιουργία δύο μόνιμων φορέων πολιτικής: ενός Μόνιμου Γραμματέα Γεωργίας, Τροφίμων και Αγροτικής Ανάπτυξης (ΜΓΓΤΑΑ) και μιας Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τα Τρόφιμα, τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη (ΔΚΕΤΓΑΑ).
Ο γενικός θα διορίζεται και εποπτεύεται από την επιτροπή και θα προάγει την κοινή συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις και προάγοντας τη συναίνεση. Ομοίως, η επιτροπή θα εστιάζει σε αγροδιατροφικά ζητήματα περισσότερο από ό,τι η σημερινή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου και θα αποτελεί μια πλατφόρμα συναίνεσης σε κρίσιμα ζητήματα εθνικής στρατηγικής για τον αγροδιατροφικό τομέα.
Κονδύλια της ΚΑΠ
Με δεδομένο ότι η ΚΑΠ έχει επηρεάσει τη διάρθρωση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής προς τις υποστηριζόμενες καλλιέργειες και προσμετρώντας το γεγονός ότι η Ελλάδα απορροφά μόνον το 41% των προγραμματισμένων κονδυλίων για την αγροτική ανάπτυξη (με αποτέλεσμα να πληρώνει πρόστιμα τα οποία ανήλθαν σε 1,4 δισ. το διάστημα 2007-13 για κακή διαχείριση) προτείνεται η επικέντρωση του σχεδιασμού της νέας προγραμματικής περιόδου στα αναπτυξιακά/επενδυτικά μέτρα του Πυλώνα ΙΙ.
Συγκεκριμένα, η έκθεση επισημαίνει ότι η ελληνική πολιτική για τη γεωργία θα πρέπει όχι μόνο να επικεντρωθεί στη συστηματική απορρόφηση των υπαρχόντων κονδυλίων, αλλά και να εξετάσει την περαιτέρω αύξηση της χρηματοδότησης για την περιφερειακή ανάπτυξη, αποσκοπώντας όμως σε μακροπρόθεσμες και στρατηγικές επενδύσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αξιοποιηθεί η δυνατότητα του Κοινοτικού Κανονισμού (ΕΕ 1305/2013) μεταφέροντας έως 15% των κονδυλίων από τις άμεσες πληρωμές στην αγροτική ανάπτυξη (δεύτερος πυλώνας). Επιπλέον, ένας πρόσθετος λόγος και σκοπός για την αλλαγή προσανατολισμού των άμεσων ενισχύσεων είναι η διοχέτευσή τους προς την έρευνα και ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα.
Πιστωτική αγορά
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., ο γεωργικός τομέας στην Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένος στην πιστωτική αγορά. Η δανειακή επιβάρυνση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα ήταν μόλις 0,6% σε σχέση με το 14,6% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. και την ακραία περίπτωση της Δανίας (49%). Επίσης, σε σύγκριση με τις βόρειες χώρες της Ε.Ε., η Ελλάδα έχει σχετικά μικρότερο ποσοστό ανεξόφλητων αγροτικών δανείων.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επίσης, το επιτόκιο για τις γεωργικές επιχειρήσεις είναι σημαντικά υψηλότερο από το επιτόκιο που ισχύει για άλλες (εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών) επιχειρήσεις της χώρας.
Λόγω του υψηλότερου κόστους κεφαλαίου, οι Ελληνες αγρότες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην πιστωτική αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στην Ε.Ε. Οπως τονίζει η μελέτη, η πίστωση πρέπει να προέλθει από μία εύρυθμη πιστωτική αγορά. Η πρόσφατη εξαγορά -μέρους- της Αγροτικής Τράπεζας από την Τράπεζα Πειραιώς χαρακτηρίζεται ως μια εξέλιξη που θα μπορούσε, δυνητικά, να επιδράσει θετικά στην πιστωτική αγορά.
Ωστόσο, προσθέτει ότι «η Τράπεζα Πειραιώς είναι η μόνη σχεδόν με δραστηριότητα στον κλάδο. Παρά το γεγονός ότι η αγορά είναι θεωρητικά ανοικτή, ελάχιστες εμπορικές τράπεζες έχουν την τεχνογνωσία και το δίκτυο για να εισέλθουν στην αγορά γεωργικών πιστώσεων και στον αγροδιατροφικό τομέα».
Υπό το πρίσμα αυτό, τονίζεται ότι «η είσοδος νέων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην πιστωτική αγορά θα ήταν εξαιρετικά ευπρόσδεκτη και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί, ωστόσο… μάλλον θα παραμείνει ευσεβής πόθος, ιδιαίτερα υπό την τρέχουσα οικονομική κατάσταση».
Επί του πρακτέου, εκτιμάται ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες, μερικές από τις οποίες ήδη δραστηριοποιούνται στη γεωργία, ίσως αποτελέσουν μια εναλλακτική «σφήνα’ στην αγροπιστωτική αγορά, ενώ για τις μικρότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις προτείνεται η συνένωση με μικρές ή μεγαλύτερες συλλογικές οντότητες με τη μορφή ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών ή με οποιαδήποτε άλλη νομική εταιρική μορφή. Για τις πολύ μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι μικροπιστώσεις μπορεί να είναι μια άλλη εναλλακτική λύση.
«Κόκκινα» δάνεια της ΑΤΕ
Ασαφές χαρακτηρίζει η μελέτη το μέλλον των επισφαλών γεωργικών δανείων της ΑΤΕ, τα οποία σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ανέρχονται σε 950 εκατ. ευρώ, ενώ τονίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνολική λύση για το πρόβλημα αυτό, αλλά μια προσεκτική και ρεαλιστική αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά.
Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρει ότι τα επισφαλή δάνεια της ATE ανήκουν σε τρεις κατηγορίες πιστώσεων που άρχισαν να χορηγούνται από την ATE από το 2003: Τα Ανοικτά Δάνεια Αγροτών (ΑΔΑ) που ανέρχονται σε 650 εκατ. ευρώ, τα Ενιαία Μακροπρόθεσμά Ανοικτά Δάνεια Αγροτών (ΕΜΑΔΑ) που κυμαίνονται σε 200 εκατ. και η «ρύθμιση 100/2001» στην οποία είχαν ενταχθεί δάνεια 100 εκατ. ευρώ περίπου.
Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων γεωργικών δανείων που βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό εκκαθάριση υπολογίζεται ότι αφορά περίπου 10.000-15.000 αγρότες. Ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι στην πραγματικότητα διπλάσιος, διότι πολλοί αγρότες έχουν περισσότερα από ένα δάνεια.
Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτά τα δάνεια και τις αντίστοιχες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, το μέγεθος, τον τύπο, τη θέση, τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά κ.λπ. Ο εκκαθαριστής δεν έχει παρουσιάσει ακόμα καμία λύση για το πρόβλημα. Τόσο η «κακή» ΑΤΕ όσο και τα κεφάλαια των αγροτών είναι εγκλωβισμένα, αφού είναι δεσμευμένα σε υποθήκες.
Στην έκθεση παρατίθενται επίσης οι εναλλακτικές λύσεις που εξετάζονται, καθώς και οι λόγοι μη εφαρμογής τους. Ειδικότερα, στην πρώτη περίπτωση ο εκκαθαριστής παίρνει την κυριότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και τις βγάζει προς πώληση. Ο αναλυτής εκτιμά ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, διότι συχνά δεν έχει υποθηκευτεί μόνο το αγρόκτημα, αλλά και το σπίτι και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Επίσης, η ταυτόχρονη διάθεση μεγάλων εκτάσεων γης στην αγορά θα ρίξει τις τιμές και το τελικό όφελος για τον εκκαθαριστή (δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο) θα είναι πολύ μικρότερο από το αναμενόμενο. Εχει επίσης προταθεί -και εφαρμοστεί δοκιμαστικά σε λίγες περιπτώσεις- να αναλάβει η «κακή» ATE την κυριότητα της γεωργικής εκμετάλλευσης και να χρεώνει ενοίκιο στον αγρότη.
Αυτό μπορεί να έχει ολέθριες επιπτώσεις για τον αγρότη, καθώς η γη είναι σύμφυτη με την κοινωνική και οικονομική θέση του. Η τρίτη λύση προβλέπει η Τράπεζα Πειραιώς (ή οποιαδήποτε άλλη τράπεζα ή ομάδα εμπορικών τραπεζών) να επαναδιαπραγματεύεται και επαναγοράζει τα δάνεια με έκπτωση που θα προκύψει κατόπιν διαπραγμάτευσης και οι αγρότες να ξεκινούν από καλύτερη θέση.
Ως την καλύτερη λύση η μελέτη προκρίνει τους συνεταιρισμούς, δηλαδή να ενθαρρυνθούν, να υποστηριχθούν και να χρηματοδοτηθούν οι αγρότες, ώστε να συνενώσουν εθελοντικά τους πόρους τους και να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας.