Η Χαλκίδα είναι η πρωτεύουσα και ο κύριος λιμένας της Περιφερειακής Ενότητας Εύβοιας, στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας με πληθυσμό 108.313 σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Βρίσκεται κτισμένη στις δύο πλευρές του Πορθμού του Ευρίπου, όπου ένα μέρος της καταλαμβάνει τμήμα της νήσου Ευβοίας, το δε άλλο έχει κτιστεί στη Στερεά Ελλάδα. Στην ηπειρωτική πλευρά της, στον λόφο της συνοικίας Κανήθου, βρίσκεται το Οθωμανικό κάστρο του Καράμπαμπα, το οποίο, μαζί με τη Γέφυρα του Ευρίπου και το μοναδικό φαινόμενο αλλαγής της κατεύθυνσης των υδάτων, ανά έξι ώρες και ενδιάμεσα (περίπου) ένα δεκάλεπτο στασιμότητας (παλίρροια του Ευρίπου), αποτελούν τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Πρόκειται για ένα πραγματικά πολύ εντυπωσιακό φυσικό φαινόμενο και αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες. Η πόλη της Χαλκίδας απέχει περίπου 80 χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Η Χαλκίδα, με τα δύο λιμάνια στον Εύριπο, υπήρξε μία από τις πιο δραστήριες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησε αποικίες από τη Θράκη ως την Ιταλία και τη Σικελία. Η επίκαιρη γεωγραφική και στρατηγική της θέση συχνά την ανάγκασε να υπαχθεί στις κατακτητικές βλέψεις διαφόρων δυνάμεων κατά την ιστορική της διαδρομή, αλλά και να αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα των αυτοκρατοριών τόσο της αρχαιότητας, όσο και του Μεσαίωνα.
Η σημερινή πόλη της Χαλκίδας απλώνεται στη μικρή χερσόνησο της Κεντρικής Εύβοιας και έχει ως φυσικά της όρια μικρούς λόφους, οι οποίοι απλώνονται στα βόρεια, ανατολικά και νότια της πόλης. Βρίσκεται λοιπόν σε μια θέση στρατηγική από κάθε άποψη και σε αυτό συντείνει το γεγονός του ελέγχου του πορθμού του Ευρίπου. Αυτό το γεγονός το είχαν προσέξει οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης και προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν γιατί φαινόταν ότι θα προσπόριζε στην πόλη δύναμη και πλούτο. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της πόλης συναντώνται ήδη από την παλαιολιθική περίοδο, αλλά ο πρώτος σημαντικός οικισμός της που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πόλισμα έγινε γύρω στο 3000 π.Χ. κατά την αρχή της Νεολιθικής Περιόδου. Η πρώτη αυτή πόλη της Χαλκίδας βρισκόταν στις βόρειες παρυφές της σημερινής στην περιοχή της Μάνικας. Η πρώτη αυτή πόλη θα ζήσει για μια χιλιετία και όπως προέκυψε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ήταν μια καλά οργανωμένη πόλη με μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, οδικές αρτηρίες και οικίες που ήταν αψιδωτές ή τετράγωνες ισόγειες ή με όροφο, ενώ διέθεταν και με ιερό, εστία, πηγάδια και βοτσαλωτά δάπεδα. Στην πορεία οι άλλοι οικισμοί που αναπτύσσονται γύρω από αυτή φαίνεται πως υποδηλώνουν τη γενικότερη ακμή που παρουσιάζεται με τη μόνιμη κατοίκηση και έτσι αποκτά και τους πρώτους της ανταγωνιστές.
Η ύπαρξη της Χαλκίδας στα μυκηναϊκά χρόνια αποδεικνύεται έμμεσα μόνο, από σποραδικά τεκμήρια, και κυρίως μέσα από τα Ομηρικά Έπη, αφού οι Χαλκιδείς περιλαμβάνονται στον ονομαστό “Νηών Κατάλογο”, έχοντας προσφέρει 40 πλοία. Στα γεωμετρικά χρόνια η πόλη συνοικίζεται και βιώνει ονομαστή ακμή, ενώ μαζί με την Ερέτρια αποτελούν τις δύο σημαντικότερες πόλεις της Εύβοιας. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με το εμπόριο, την κεραμική και τη μεταλλοτεχνία. Η ονομασία της πόλης της Χαλκίδας προήλθε από την παρουσία κοιτασμάτων χαλκού στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία αποτέλεσαν και παράγοντα ανάπτυξης. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογική εκδοχή, η ονομασία της πόλης υποδηλώνει την παρουσία εργαστηρίων επεξεργασίας χαλκού αλλά όχι κοιτασμάτων. Κατά τον Donford η Χαλκίδα ονομάστηκε έτσι από τη λέξη χάλκη ή κάλχη, που σημαίνει το πορφυρούχο κοχύλι, το οποίο οι Φοίνικες προμηθεύονταν την πορφύρα. Η ανάπτυξη της πόλης οδηγεί συνακόλουθα στην αύξηση του πληθυσμού και τελικά στον αποικισμό με την ίδρυση πολλών σημαντικών πόλεων στη Δύση, αλλά και στον ελλαδικό χώρο.
Η ίδια εξέλιξη ακολουθεί και στα αρχαϊκά χρόνια με το έντονο στοιχείο του αποικισμού. Το σημαντικότερο γεγονός, όμως, των χρόνων αυτών δεν είναι ο αποικισμός, αλλά ο πόλεμος του Ληλάντιου πεδίου που διεξήχθη μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας. Πιστεύεται γενικά πως ο πόλεμος αυτός δεν κρίθηκε σε μια μάχη, αλλά ακολούθησαν πολλές και σε αυτές βοήθησαν τους μαχόμενους και σύμμαχοι από άλλες ελλαδικές πόλεις. Τελικοί νικητές στον πόλεμο αυτό φαίνεται πως ήταν οι Χαλκιδείς.
Στα κλασσικά χρόνια η Χαλκίδα βοήθησε στον κοινό αγώνα κατά των Περσών με τη συμμετοχή της στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου, της Σαλαμίνας και στη μάχη των Πλαταιών, ενώ φαίνεται πως συμμετείχε και στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Η προσπάθειά της να αποσπαστεί από τη Συμμαχία είχε ως αποτέλεσμα την καθυπόταξή της από τους Αθηναίους και την εγκατάσταση Αθηναίων κληρούχων στα εδάφη της. Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου υπήρξε σημαντική στρατιωτική και ναυτική βάση. Τα χρόνια που ακολουθούν ως το 342 π.Χ. είναι ιδιαίτερα ταραγμένα, οπότε και δημιουργείται το «Κοινό των Ευβοέων» και έτσι γίνεται προσπάθεια μιας σταθεροποίησης των καταστάσεων. Πρωτεύουσα στο Κοινό είναι η πόλη της Χαλκίδας, αλλά ακολουθούν πολλές περιπέτειες ως την εμφάνισή των Μακεδόνων.
Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. και μετά την ενοποίηση όλων των ελληνικών πόλεων κάτω από τη Μακεδονική δύναμη και ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση η περίοδος είναι γεμάτη από συγκρούσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και ανακοπή της ανάπτυξης της πόλης και της καλλιτεχνικής της προόδου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 323 π.Χ. έρχεται στη Χαλκίδα ο Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης για να πεθάνει τον επόμενο χρόνο στο σπίτι της μητέρας του. Τότε κατά την ελληνιστική εποχή άποικοι από τη Χαλκίδα, ίδρυσαν τη Χαλκίδα στη Συρία, κατά διαταγή του Σελεύκου Α΄, από την οποία άποικοι ίδρυσαν μια άλλη Χαλκίδα στην κοιλάδα του Λιβάνου, καθώς και μια ακόμη Χαλκίδα στην Αραβία.
Το 200 π.Χ. η πόλη καταστρέφεται από τον Ρωμαίο στρατηγό Γάιο Σουλπίκιο Γάλβα και έτσι εγκαινιάζεται η ρωμαϊκή κατοχή της Εύβοιας, ενώ το 146 π.Χ. με την ολοκληρωτική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους η Χαλκίδα επανιδρύεται, όπως έγινε και με άλλες πόλεις. Τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας για την πόλη είναι και αυτά στο σύνολό τους χρόνια ακμής και προόδου τόσο για την πόλη της Χαλκίδας, όσο και γενικά για την Εύβοια, όπου έχει τη μόνιμη και αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία.
Με το τέλος των Ρωμαϊκών χρόνων και την είσοδο στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια η πόλη γίνεται η πρώτη επισκοπή που ανήκει στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη της Αχαΐας, όπως και διοικητικά ανήκει στην επαρχία της Αχαΐας. Η περίοδος των βυζαντινών χρόνων χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά της πόλης πιο κοντά προς τη θάλασσα, στη θέση που βρίσκεται σήμερα, με σημαντικό λιμάνι της εκείνο του Αγίου Στεφάνου. Η πόλη οχυρώθηκε εκ νέου στα χρόνια του Ιουστινιανού, πιθανώς για να αντιμετωπίσει τις διάφορες εχθρικές επιδρομές. Έτσι η πόλη επέζησε των αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα. Η Χαλκίδα συνέχισε να είναι σημαντικός εμπορικός σταθμός σε όλη τη διάρκεια των βυζαντινών και υστεροβυζαντινών χρόνων, ώσπου καταστράφηκε από τις νορμανδικές επιθέσεις το 1146 που διευθύνονταν από τον Ρογήρο της Σικελίας.
Το 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, η Εύβοια δόθηκε ως φέουδο στον Φλαμανδό ιππότη Ζακ ντ’ Αβέν (Jacques d’ Avesnes) για λίγο, καθώς αργότερα χωρίστηκε σε τρία μέρη και το καθένα δόθηκε σε Λομβαρδούς ιππότες: στον ντελλε Κάρτσερι (Delle Carceri), στον Πεκοράρι (Pecorari) και η βαρονία της Χαλκίδας (Negroponte) στον Γκιμπέρτο Α΄ ντα Βερόνα. Αυτοί ήταν οι ονομαστοί τριτημόριοι. Τον Γκιμπέρτο Α΄ διαδέχθηκε ο γιος του Γουλιέλμος Α΄ και αυτόν ο γιος του Γουλιέλμος Β΄. Τα χρόνια της Φραγκοκρατίας είναι χρόνια ακμής για τη βαρονία της Χαλκίδας τόσο λόγω του ανεπτυγμένου εμπορίου, όσο και από την κατεργασία της πορφύρας και τη λειτουργία των τραπεζικών οργανισμών των Βενετών. Σταδιακά η εξουσία της Εύβοιας πέρασε στη Βενετία και ο Βάιλος διοικούσε το νησί.Ο τελευταίος Βαΐλος της Χαλκίδας ήταν ο Πάολο Ερίτσο (Paolo Erizzo), ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο δια πριονισμού από το Μεχμέτ το Β΄ μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Οθωμανούς.
Μετά την ανακατάληψη μάλιστα της Κωνσταντινούπολης το 1261, ο Λατίνος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα. Στα χρόνια αυτά ως το 1470, που η πόλη πέρασε στους Τούρκους, έμεινε στα χέρια των Βενετών κυρίων της και δεν ήταν λίγες οι φορές που υπέφερε από τους πειρατές. Στις 12 Ιουλίου του 1470 η ενετοκρατούμενη τότε Χαλκίδα, περνάει στα χέρια των Οθωμανών. Η μάχη μεταξύ Ενετών και Οθωμανών υπήρξε αρκετά σκληρή, σύμφωνα με μαρτυρίες ιστορικών και μελετητών, καθώς οι Τούρκοι επέδειξαν ιδιαίτερο μένος τόσο εναντίον των Ενετών όσο και των Χαλκιδέων. Από το 1204 έως και το 1470 η Χαλκίδα βρισκόταν υπό ενετική διοίκηση με την ονομασία Νεγρεπόντε ή Νεγκροπόντε (Negroponte) πού σημαίνει «Μαύρη Γέφυρα» από το χρώμα της ξύλινης γέφυρας πού κατασκεύασαν στη Χαλκίδα και η οποία ένωνε το νησί με τη Στερεά Ελλάδα. Η Χαλκίδα τα χρόνια αυτά βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση, είχε πυκνή συγκοινωνία και ακμαίο εμπόριο και ήταν μετά την Κρήτη, αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις ήττες που υπέστησαν οι Ενετοί σε στεριά και θάλασσα η Χαλκίδα έγινε η πιο σπουδαία πόλη των ενετικών κτήσεων όντας το τελευταίο προπύργιο των Ενετών στο Αιγαίο.
Ο φιλόδοξος Μωάμεθ (Σουλτάνος Φατίχ Μεχμέτ ΙΙ) 25 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, ονειρεύτηκε να αλώσει τον Νεγροπόντη με τα ξακουστά τείχη του που σε ασφάλεια, κάλος, άρτια οχυρωματική τεχνική ξεπερνούσαν σε φήμη ακόμα και τα Θεοφύλακτα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Γνωστός και ως Μεχμέτ ο καταστροφέας προσωνύμιο που του απέδωσαν οι Ενετοί ή Μωάμεθ ο πορθητής σύμφωνα με τους Βυζαντινούς. Για το σκοπό αυτό και με ύπουλο πρόσχημα ζήτησε να επισκεφθεί τη Χαλκίδα από την ενετική διοίκηση της πόλης και του εδόθη με γραπτή εντολή από τη Βενετία. Οι ενετοί κάτοικοι της Χαλκίδας υποδέχτηκαν τον Μωάμεθ καβάλα στο μαύρο αραβικό άλογό του με προσποιητή «εγκαρδιότητα» αφήνοντας τον να δει όλη τη πόλη για να καταλάβει ότι ήταν απόρθητη. Ήταν γνωστό άλλωστε ότι η αμυντική θωράκιση του περιώνυμου ευβοϊκού κάστρου ήταν εντυπωσιακή, αφού αποτελούσε το σπουδαιότερο προπύργιο και ναυτικό κέντρο της Βενετίας στο Αιγαίο. Περιβάλλονταν από πανίσχυρα τείχη με 100 πύργους και εκατοντάδες πολεμίστρες. Η οχύρωση της Χαλκίδας εκείνη την εποχή ήταν άριστη και οι Ενετοί είχαν φροντίσει να έχουν την άμυνα της πόλης σε εξαίρετη κατάσταση ειδικά όσον αφορούσε το μέτωπο της θάλασσας. Οι Ενετοί για να την ενισχύσουν είχαν στείλει λίγο καιρό πριν τον διοικητή Alviso Calbo που μοιραζόταν την διοίκηση των στρατιωτών με τον Giovanni Badoer. Στις 15 Ιουνίου του 1470 ο Τούρκικος στόλος μπήκε ανενόχλητος στον Ευβοϊκό.
Ο επικεφαλής του Ενετικού στόλου Νικόλο ντα Κανάλ που είχε στη διάθεση του 36 γαλέρες και 6 φορτηγίδες δεν θέλησε να ρισκάρει την εμπλοκή σε ναυμαχία με 300 (450 κατά άλλες πηγές) πλοία του Τούρκικου στόλου μεταξύ των οποίων 108 μεγάλες γαλέρες. Αντί αυτού αποσύρθηκε στο ακρωτήρι Μανδήλι στην Κάρυστο. Περισσότεροι από 70.000 Τούρκοι στρατιώτες έφτασαν στην Εύβοια με τα πλοία του Μαχμούτ Πασά ενώ ο σουλτάνος λέγεται ότι έφερε άλλες 120.000 στρατό μέσω της ξηράς φτάνοντας στο σύνολο τον αριθμό των 200.000 περίπου στρατιωτών (περισσοτέρων σε αριθμό από αυτούς πού διέθεσε στα 1453 για να αλώσει τη Πόλη – εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλες πηγές το μέγεθος του Οθωμανικού στρατού – με δόση υπερβολής προφανώς – αναφέρεται σε 300.000 άνδρες).
Ο ίδιος ο Μωάμεθ παρακολουθούσε τα στρατεύματα του από τον λόφο της βοιωτικής ακτής (γνωστός σήμερα ως λόφος του Καράμπαμπα). Ο Οθωμανικός στόλος προσέγγισε την περιοχή της σημερινής συνοικίας Βούρκος, όπου και αγκυροβόλησε. Οι Έλληνες και οι Βενετοί μαχητές ενισχύονται με 700 Κρήτες και 500 Δαλματούς μισθοφόρους. Η φρουρά της πόλης επιτίθεται συνεχώς με καταδρομικές ενέργειες στους ανοργάνωτους ακόμα επιδρομείς με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Και ενώ οι πολεμιστές συνέχιζαν να υπερασπίζονται την πόλη, στις 18 Ιουνίου, το ηθικό των πολιορκουμένων κάμφθηκε, όταν αντίκρισαν ατελείωτη σειρά στρατεύματος, που κατέβαινε τις διαστάσεις του Ανηφορίτη (σημερινή λεωφόρος Καραμανλή). Επικεφαλής του τουρκικού στρατεύματος ήταν ο ίδιος ο Μωάμεθ. Ο τρομερός Σουλτάνος δεν έχασε χρόνο όταν πλησίασε στα τείχη. Επισκόπησε την τοποθεσία και την οχύρωση της πόλης και κατέστρωσε το σχέδιο του. Μεταξύ της νησίδας Μιλεμόζα (νησάκι του Πασά) και του Ευρίπου, στο χώρο της σημερινής υψηλής γέφυρας, διέταξε να κατασκευαστεί μια γέφυρα πλωτή επί 45 πλοίων. Ατυχώς για τους Ενετούς εκείνο το διάστημα μέρος του στρατού μαζί με τον Alviso Calbo είχαν σταλεί στο Ηράκλειο Κρήτης. Όταν η γέφυρα συμπληρώθηκε, μετέφερε το στρατηγείο του επί ευβοϊκού εδάφους, σε απόσταση μισού μιλίου Β.Α. της Χαλκίδας και διέταξε ν΄ αναπτυχθεί ο στρατός του σε ασφυκτικό κλοιό γύρω από τα τείχη της. Διέταξε, επίσης, να σχηματισθεί και δεύτερη πλωτή γέφυρα έξω από το βόρειο τείχος της πόλης (παρά το σημερινό δημαρχείο περίπου), με πλοία που σύρθηκαν δια ξηράς από την περιοχή του Βούρκου, στο Β. Ευβοϊκό. Πλην άλλων σημείων τοποθέτησε κανόνια και στο σημερινό λόφο Καράμπαμπα έναντι της Χαλκίδας.
Δύο Οθωμανικές επιθέσεις στις 25 και 30 Ιουνίου αντίστοιχα αποκρούστηκαν επιτυχώς από τους Ενετούς και οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν βαριές. Περίπου 16.000 Τούρκοι σκοτώθηκαν, ενώ 30 γαλέρες του Τούρκικου στόλου καταστράφηκαν ολοσχερώς. Υπάρχουν διάφορα κείμενα τα οποία περιγράφουν την άλωση της Χαλκίδας και τη σφαγή των κατοίκων της. Όλα όμως συγκλίνουν στην ιδιαίτερη σκληρότητα που επέδειξαν οι Τούρκοι έναντι των πολιορκημένων. Σύμφωνα με το κείμενο του Γιάννη Γαβριηλίδη, στις 25 Ιουνίου ο Μωάμεθ με εκπρόσωπο του ζητάει από τον Βενετό Βάιλο την παράδοση της πόλης και υπόσχεται καλά ανταλλάγματα. Η απάντηση είναι αρνητική και σχεδόν αμέσως αρχίζει ο βομβαρδισμός με πυροβόλα που εκτοξεύουν πέτρες βάρους 100 λιβρών (45 κιλά περίπου), με αποτέλεσμα αρκετές ζημιές στην οχύρωση και σε πολλές εγκαταστάσεις μέσα στην πόλη. Το βράδυ της 26ης Ιουνίου, αποκαλύπτεται η προδοσία των Δαλματών μισθοφόρων και ο Βάιλος απελπισμένος διατάσσει την εκπαίδευση παιδιών στη χρήση του τόξου και το μέτρο αποδίδει πέραν κάθε προσδοκίας. Ακολουθούν και άλλες βίαιες επιθέσεις, κατά τις οποίες οι απώλειες για τους αμυνόμενους είναι αρκετές αλλά για τους πολιορκητές φθάνουν τα όρια της πανωλεθρίας.
Οι επιθέσεις των Οθωμανών στις 5 και 8 Ιουλίου αντίστοιχα ήταν και αυτές χωρίς αποτέλεσμα με τις δύο νέες αυτές απόπειρες να τους κοστίζουν μερικές χιλιάδες επιπλέον στρατιωτών. Η μανία όμως του Μωάμεθ να καταλάβει την πόλη είναι τόσο μεγάλη που οδηγεί 3.000 αιχμαλώτους από όλη την Εύβοια στα τείχη της Χαλκίδας και μπροστά στα μάτια των αμυνόμενων τους σφάζει όλους. Παρά τις επιτυχημένες αποκρούσεις των Τούρκικων επιθέσεων από τους Ενετούς, η κούραση από τις σκληρές μάχες και τις συνεχείς ημέρες πολιορκίας άρχισαν να κάμπτουν το ηθικό τους. Όλοι πλέον ήλπιζαν στην συνδρομή του Ενετικού στόλου και του Νικόλο ντα Κανάλ. Μάταια όπως αποδείχτηκε αφού τα Ενετικά πλοία ήταν απόντα από τις κρίσιμες μάχες. Όταν τα νέα έφτασαν μέχρι την Βενετία ήταν πλέον αργά για να σπεύσουν προς βοήθεια νέα πλοία. Στις τρεις εβδομάδες πολιορκίας καταφθάνει ο ενετικός στόλος υπό τον ναύαρχο Νικολό ντα Κανάλ. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, μορφωμένος με περισσότερη άνεση στο να διαβάζει βιβλία παρά να δίνει μάχες στην θάλασσα όπως τον περιγράφουν.
Ο στόλος του Νικολό ντα Κανάλ αποτελείται από 53 γαλέρες και 18 μικρότερα πλοία, το ένα πέμπτο του μεγέθους του οθωμανικού στόλου. Παρόλο που οι συνθήκες τον ευνοούν (άνεμος και παλίρροια) πλέοντας με 15 κόμβους, δεν τολμά να επιτεθεί στον οθωμανικό στόλο αλλά ούτε στην πλωτή γέφυρα που είχαν δημιουργήσει οι Τούρκοι και περιορίζεται τελικά μόνο σε κάποιες παρενοχλήσεις καθυστερημένων φορτηγίδων. Η περιγραφή που δίνει ο ιστορικός Επαμεινώδας Βρανόπουλος στο βιβλίο του “Η ιστορία της Εύβοιας”, για το ναύαρχο Κανάλε είναι χαρακτηριστική: “Η πολιορκία συνεχίστηκε τότε με μεγαλύτερο πείσμα. Από το συνεχή βομβαρδισμό έγιναν στα τείχη μεγάλα ρήγματα, όταν ξαφνικά ενετικός στόλος, υπό το ναύαρχο Κανάλε, εμφανίσθηκε στο Βόρειο Ευβοϊκό. Αλλά ο Κανάλε, ίσως γιατί στη ναυαρχίδα συνέπλεε και ο γιος του έδειξε διστακτικότητα και δειλία αδικαιολόγητη και αντί να επωφεληθεί της ταραχής που προκάλεσε η εμφάνιση του στο τούρκικο στρατόπεδο και αντίστοιχα του ενθουσιασμού και της αναπτέρωσης του ηθικού των πολιορκούμενων, κατέπλευσε προς τα Πολιτικά, όπου και αγκυροβόλησε. Πέρασε όλη η μέρα και ο ενετικός στόλος δεν απέπλευσε”. Πηγές αναφέρουν ότι ο Νικόλο ντα Κανάλε αποσύρθηκε με το στόλο του ζητώντας ενισχύσεις από την Βενετία αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές οι Ενετοί της Χαλκίδας είδαν τον στόλο τους να πλησιάζει ενισχυμένο και από μερικά Κρητικά πλοία, και όταν στις 11 Ιουλίου είδαν 14 Ενετικές τριήρεις μαζί με 2 φορτηγά πλοία να πλησιάζουν σε απόσταση ενός μιλίου από την πόλη αναθάρρησαν θεωρώντας πως η βοήθεια από τη θάλασσα θα άλλαζε τις ισορροπίες. Μαζεμένοι στα τείχη περίμεναν την εντολή του Νικόλο ντα Κανάλ για επίθεση στα Τούρκικα πλοία που σχημάτιζαν την γέφυρα που ένωνε τις δύο ακτές και που θα απέτρεπε την ενίσχυση και τον ανεφοδιασμό των Τούρκων από την Στερεά Ελλάδα. Προς μεγάλη απογοήτευση τους ο Νικόλο ντα Κανάλ δεν έδωσε ποτέ την εντολή και παρέμεινε αγκυροβολημένος στην Αγία Κλάρα (σημερινά Πολιτικά).
Σε απόγνωση οι οχυρωμένοι στα τείχη του Νεγρεπόντε Ενετοί έκαναν σήματα προς βοήθεια, ύψωσαν μάλιστα και μία μαύρη σημαία στο ψηλότερο πύργο. Όταν ακόμα και οι υπόλοιποι αξιωματικοί του Ενετικού στόλου ζήτησαν από το Νικόλο ντα Κανάλ να κάνουν κάτι, εκείνος αρνήθηκε πεισματικά λέγοντας ότι δεν θα κάνει κάτι μέχρι να μαζευτεί όλος ο στόλος. Ένα πλοίο, με καπετάνιο τον Antonio Ottobon έσπασε των κλοιό των Οθωμανικών πλοίων και έφτασε με ασφάλεια στο λιμάνι χωρίς όμως να μπορεί να αλλάξει από μόνο του την μοίρα των αμυνόμενων. Οι Κρήτες ζήτησαν να ακολουθήσουν αλλά οι διαταγές του Ενετού Ναύαρχου ήταν σαφείς, κανείς δεν θα κουνηθεί μέχρι να συγκεντρωθεί όλος ο στόλος. Αυτές ήταν και οι διαταγές που πιθανόν σφράγισαν τη μοίρα του Νεγρεπόντε. Από την άλλη πλευρά ο Μωάμεθ ήταν απογοητευμένος από τις συνεχείς ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της Χαλκίδας, από τις μεγάλες απώλειες που είχε υποστεί ο στρατός του αλλά και από την παρουσία του Ενετικού στόλου που πιθανόν το μέγεθος του να είχε υπερεκτιμήσει. Έτοιμος να εγκαταλείψει την μάχη, πείστηκε μόνο από τις συνεχείς εκκλήσεις του Μαχμούτ Πασά για μία τελευταία προσπάθεια. Αυτή η τελευταία προσπάθεια ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε την 12η Ιουλίου με την κατάληψη του Νεγκρεπόνε από τους Οθωμανούς.
Ο Μωάμεθ για να τονώσει μάλιστα το ηθικό των πολεμιστών του, τους υπόσχεται ότι μετά την άλωση της πόλης τα υπάρχοντα και οι κάτοικοι της θα τους ανήκουν για 3 ημέρες, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα κτηνώδη ένστικτα τους. Όπως και σε πολλές μεγάλες μάχες οι προδότες δεν έλειψαν και από εδώ. Μερικές μέρες πριν ο Δαλματός αξιωματικός Tommaso Schiavo και ο φίλος του Luca από την Κορκούλα της σημερινής Κροατίας, έγιναν αντιληπτοί από μία άγρυπνη γυναίκα καθώς ετοιμάζονταν να περάσουν Τούρκους στην πόλη. Και οι δύο κατέληξαν κρεμασμένοι δημόσια για παραδειγματισμό. Την τελευταία ημέρα πριν την επίθεση, ένας άλλος προδότης πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Ο Fiorio di Nardone υπέδειξε στους Τούρκους το πιο αδύναμο σημείο στα τείχη. Όπως συνήθως ο Μωάμεθ έταξε μυθικά ποσά σε όσους κατάφερναν να σκαρφαλώσουν πρώτοι στα τείχη. Η τελευταία επίθεση εκδηλώθηκε τη νύχτα της 11ης προς 12ης Ιουλίου και είναι η πιο βίαια από όλες. Όλη η πόλη πήρε μέρος στην μάχη. Γέροι άντρες, γυναίκες και παιδιά πήραν τα όπλα.
Σοροί από σκοτωμένες γυναίκες βρέθηκαν αργότερα ανάμεσα στις απώλειες των ηττημένων. Η μάχη συνεχιζόταν για 5 ώρες, και όταν οι γενίτσαροι κατάφεραν να μπουν από δύο διαφορετικές πύλες της πόλης (Giudecca και Burchiana) σε κάθε τους βήμα δημιουργούσαν ποτάμια αίματος. Οι Τούρκοι πολεμιστές χύνονται στην πόλη και ακολουθεί κυνηγητό στους δρόμους, ταπεινώσεις, βιασμοί και μαζικές σφαγές. στις οποίες πρωτοστατεί προσωπικά ο Μωάμεθ. Ο ίδιος μάλιστα διατάσσει να του φέρουν μπροστά του όλα τα αγόρια ηλικίας 10 χρονών τα οποία σφάζονται στο σύνολό τους. Ο Μωάμεθ κατέλαβε τη Χαλκίδα έκαψε τη γέφυρα του Νεγροπόντη, κατέσφαξε το πληθυσμό της όπου δεν έμεινε ούτε δείγμα Ενετού, έδωσε στους στρατιώτες του όλα τα ανήλικα αγοράκια και τις κοπελίτσες στα χαρέμια των αξιωματικών του. Όσοι Ενετοί επέζησαν της μάχης σφαγιάστηκαν στη συνέχεια, ενώ οι Έλληνες οδηγήθηκαν σαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. Στο βιβλίο του Ιστορικού Επαμεινώδα Βρανόπουλου, “Η ιστορία της Εύβοιας”, η άλωση και η σφαγή περιγράφεται ως εξής: “Ο όλεθρος της πόλης συνεχίστηκε πολύ, γιατί ο Μωάμεθ ήθελε να πληρώσουν ακριβά οι πολιορκούμενοι τις ύβρεις τους από τα τείχη. Στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου, μπροστά στην οικία του Λατίνου Πατριάρχη, που η έδρα του είχε μεταφερθεί, από την Κωνσταντινούπολη, στη Χαλκίδα, οι σωροί των στοιβαζόμενων κεφαλών των σφαγμένων, συνεχώς υψώνονταν, ενώ τα νερά του Ευρίπου είχαν κοκκινίσει από το αίμα των ακέφαλων σωμάτων, που ρίχνονταν σε αυτόν. Λεγόταν πως κάθε άνδρας αλλά και παιδί άνω των 8 ετών κοβόταν σε κομμάτια. Όσοι κατέφυγαν στον πύργο του Ευρίπου, σφάχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους, παρά τη συμφωνία πως θα σώζονταν αν παραδίδονταν, Ιδιαίτερα τραγικό ήταν το τέλος του Πάολο Ερίτζο, που διχοτομήθηκε με πριονισμό”. Ο Βάιλος με την οικογένεια του καταφεύγουν στον πύργο που υψώνεται στο κέντρο του Ευρίπου και οχυρώνονται. Ο Μωάμεθ τους πείθει να παραδοθούν με αντάλλαγμα τη ζωή τους και υπόσχεται χαρακτηριστικά στον Ενετό Βαΐλο «ότι θα κρατούσε το κεφάλι του στους ώμους του» όταν παραδοθεί. Όταν αυτό συμβαίνει, σκοτώνει την κόρη του Βαΐλου Άννα Ερίτσο ενώ βάζει τον Βαΐλο ανάμεσα σε δυο σανίδες και τον κόβει στα 2 από την οσφύ με το πριόνι (τηρώντας την υπόσχεση του ότι θα κρατήσει το κεφάλι του στους ώμους του) μπροστά στην υπόλοιπη οικογένεια του και στη συνέχεια αποκεφαλίζει όλους τους υπόλοιπους.
Ο Νικολό ντα Κανάλ μετά την επιστροφή του στην Βενετία δικάστηκε ως στασιαστής για την επιλογή του να αποχωρήσει από την Χαλκίδα αφήνοντας αβοήθητο στη μανία των Οθωμανών το ενετικό Νεγκροπόντε.
Του αφαιρέθηκε ο βαθμός και εξορίστηκε στο Πορτογκρουάρο της Ιταλίας. Ο καθηγητής Reinhold Mueller από το Τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βενετίας, φέρνει στο φως πληροφορίες για τη μοίρα των γυναικών και των παιδιών, οι οποίοι κατέληξαν στη Βενετία, ενώ πολλές από τις γυναίκες αγιοποιήθηκαν από τους Φραγκισκανούς συγγραφείς. Οι γυναίκες και τα ορφανά έφθασαν στη Βενετία ως «ντροπιασμένοι φτωχοί»: αυτοί που ήταν κάποτε πλούσιοι τώρα δεν είχαν τίποτε για να επιβιώσουν σε μία πόλη που τους ήταν ξένη. Μερικούς τους καλωσόρισαν μέλη της οικογένειας των Giustinian, που ήταν τιμαριούχοι των κάστρων της Καρύστου και των Στύρων στο νησί της Εύβοιας και είχαν συχνά διατελέσει μέλη της βενετικής αποικιακής διοίκησης εκεί. Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την πτώση της πόλης, περίπου 15 ενήλικες γυναίκες που είχαν επιζήσει, πολλές συνοδευόμενες από μικρά παιδιά (συνολικά περίπου 27 «στόματα»), συνέταξαν το συγκινητικότερο αίτημα που έχει ποτέ καταγραφεί στις συνεδριάσεις της Βενετικής Γερουσίας. Σε αυτό οι γυναίκες διηγήθηκαν την τραγωδία που αναγκάστηκαν να βιώσουν όταν οι άντρες της οικογένειας τους – σύζυγοι, γιοί, αδελφοί, γαμπροί – εκτελέστηκαν μπροστά στα μάτια τους. Η δική τους επιβίωση ήταν ένα θαύμα. Άπορες καθώς ήταν, έκαναν έκκληση για να τους χορηγηθούν τα βασικά για να μπορέσουν να ζήσουν, δηλαδή, προσωρινή στέγη, τροφή και καυσόξυλα. Παρά τις συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση καταμεσής του μακροβιότερου πολέμου που διεξήγε εναντίον των Τούρκων (1463-1479), οι Συγκλητικοί βρήκαν τον τρόπο να παράσχουν βοήθεια στους επιζώντες. Τους χορηγήθηκε φειδωλή προίκα και μικρή ετήσια επιχορήγηση προκειμένου να γίνουν δεκτές σε κάποιο μοναστήρι. Κάποιες από τις γυναίκες αυτές φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι των αγίων Φιλίππου και Ιακώβου, που βρίσκονταν στην άλλη όχθη του καναλιού πίσω από το Δουκικό παλάτι, άλλες πάλι στον ξενώνα Vioni στη Riva Schiavoni, ο οποίος από το 1409 ήταν αφιερωμένος στις προσκυνήτριες που περίμεναν να επιβιβαστούν για το ταξίδι τους προς τους Αγίους Τόπους. Σε αυτόν τον ξενώνα κάποιες από τις γυναίκες που είχαν διασωθεί ίδρυσαν το μοναστήρι του San Sepolcro (Παναγίου Τάφου) για λογαριασμό του Φραγκισκανικού Τρίτου Τάγματος. Αρκετές από τις γυναίκες αυτές έκαναν πολλά θαύματα στη διάρκεια της ζωής τους και μετά το θάνατό τους αγιοποιήθηκαν από τους Φραγκισκανούς συγγραφείς Βίων αγίων.
Το σίγουρο όμως είναι, ότι εκείνη η αποφράδα ημέρα της 12ης Ιουλίου του 1470 βρήκε τη Χαλκίδα σαν ένα απέραντο σφαγείο ανθρώπινων υπάρξεων, ενώ ο Εύριπος δέχτηκε ακούσια τα κορμιά αναρίθμητων σφαγμένων και βάφτηκε κόκκινος. Κατά την Ελληνική Επανάσταση, η Χαλκίδα που ήταν έδρα του πασά, αποτελούσε με τα δύο φρούριά της (Χαλκίδας και Καράμπαμπα) απόρθητη πόλη. Εν τούτοις στα τέλη Μαΐου και στις αρχές Ιουνίου του 1821, η πόλη πολιορκήθηκε από τους Έλληνες χωρίς επιτυχία και τον Ιούλιο ο Ομέρ Βρυώνης έφθασε στην περιοχή, κατά την πορεία του προς τα Βρυσάκια, όπου όμως αποκρούστηκε και ηττήθηκε, από τους Έλληνες που είχαν προλάβει να οργανώσουν στρατόπεδο, με επικεφαλής τον Αγγελή Γοβγίνα. Στη μάχη αυτή διακρίθηκε ο Νικόλαος Κριεζώτης. Μετά τον θάνατο του Αγγελή Γοβγιού, στην ενέδρα στα Δύο Βουνά, αρχηγός στην Εύβοια γίνεται ο Ν. Κριεζώτης.
Η επανάσταση συνεχίστηκε με αμφίρροπα αποτελέσματα. Μεγάλη δοκιμασία ήταν οι εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στον Κριεζώτη και τον Διαμαντή Νικολάου, οπλαρχηγό του Ολύμπου, για την αρχηγία στο νησί. Μετά από νίκες του εναντίον του Ομέρ Μπέη στο Διακοφτί και στο Βατίτσι, ο Κριεζώτης πολιόρκησε την Κάρυστο. Όμως η άφιξη του τουρκικού στόλου διέλυσε το ελληνικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να καταδιωχτεί και να σφαγεί. Ο Κριεζώτης αναγκάστηκε τότε να αποσυρθεί στη Σκόπελο. Τον Νοέμβριο του 1823 νέα πολιορκία της Χαλκίδας από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, με τη βοήθεια Ψαριανών πλοίων, περιορίζει τους Τούρκους στο φρούριο αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όπως επίσης και η περισσότερο οργανωμένη επιχείρηση για την απελευθέρωσή της τους πρώτους μήνες του 1823. Έτσι η Χαλκίδα αλλά και όλη η Εύβοια παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων ακόμη και μετά την άφιξη του Καποδίστρια και μόνο μετά από συνθήκη στις 25-3-1833 παρεδόθη στην Ελλάδα. Στις 20-3-1833 μετά την αναχώρηση του Ομέρ πασά από την Χαλκίδα για να μην περαστεί στην παράδοση, τον αντικαθιστά ο χατζή Ισμαήλ μπέης. Πρώτος Νομάρχης διορίστηκε ο Γεώργιος Αινιάν. Παρών κατά την παράδοση και ο Άγγλος Ναύαρχος κυβερνήτης του δρόμωνα που μετέφερε τους δύο άνδρες επισήμους στην Χαλκίδα ,οργισθείς μάλιστα για την ολιγόλεπτη καθυστέρηση του Χατζή Ισμαήλ Μπέη, ο οποίος προσέφερε τελικά τα κλειδιά του φρουρίου επί αργυρού δίσκου. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η Εύβοια ακολούθησε τις τύχες του ελληνικού κράτους . Αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερη Νομαρχία με πρώτο Νομάρχη της τον Γ. Αινιάν , ο οποίος ίδρυσε αμέσως στη Χαλκίδα αλληλοδιδακτικό σχολείο και τυπογραφείο . Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε στη Χαλκίδα η πρώτη εφημερίδα της Εύβοιας με τον τίτλο ‘ ΕΛΛΗΝ ‘ . Πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση , η Χαλκίδα διατηρούσε τον ανατολίτικο χαρακτήρα της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Το 1885 όμως , όταν πρωθυπουργός ήταν ο Χ. Τρικούπης και Δήμαρχος ο Ηρ. Γαζέπης , άρχισε η κατεδάφιση του τείχους της Χαλκίδας και η κάλυψη της τάφρου με το υλικό της κατεδάφισης . Έτσι η Χαλκίδα αρνήθηκε μια μακρόχρονη και σημαντική περίοδο της ιστορίας της και έχασε τη δυνατότητα να παραμείνει μια από τις πιο γραφικές πόλεις της σύγχρονης Ελλάδας . (Μετά την απελευθέρωση της χώρας, άρχισε να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και το 1835 ήταν ένα από τα λιμάνια με την μεγαλύτερη κίνηση και με ναυπηγείο μικρών σκαφών. Το 1856 στο νηολόγιό της είχαν εγγραφεί 25 πλοία και ο πληθυσμός της από 10.000 το 1853 αυξήθηκε στις 15.500 το 1889).
Στους Βαλκανικούς πολέμους η Εύβοια διακρίθηκε χάρη στη δράση του Συντάγματος Πεζικού Χαλκίδας . Πολύ γνωστός είναι ο θρίαμβος του Ευβοέα ταγματάρχη Βελισσαρίου στη μάχη στο Μπιζάνη. Λίγο αργότερα η Μεραρχία Χαλκίδας αποβιβάστηκε στην απελευθερωμένη Σμύρνη , για να πάρει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία . Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 κατέπλευσαν στη Χαλκίδα πρόσφυγες από την ελληνική Ανατολή . Οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Νέα Αρτάκη και τη Νέα Λάμψακο και σε προσφυγικούς συνοικισμούς στη Χαλκίδα και στην Αμάρυνθο.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου η Εύβοια βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα. Τον Απρίλιο του 1941 γερμανικός στρατός εισήλθε στην ευβοϊκή πρωτεύουσα και η γερμανική διοίκηση εγκαταστάθηκε στο ‘Κόκκινο Σπίτι’. Στην περίοδο της κατοχής σε όλη την Εύβοια είχαμε σημαντική δράση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα στη Λαμπούσα, τη Στενή και το Βατώντα. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, έγιναν μεγάλες αγριότητες σε όλο το νησί. Επιβεβαιώθηκε έτσι για άλλη μια φορά, ότι ένας εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο χειρότερος από έναν εθνικό, όσο ένας εθνικός πόλεμος είναι χειρότερος από την ειρήνη. Η ανάπτυξη της Εύβοιας μετά την απελευθέρωση υπήρξε συνεχής και αξιόλογη, τόσο στον οικονομικό όσο και στον πνευματικό τομέα.